Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



 


Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει: α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τὰ γεγονότα  τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.

Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές.

Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν. 
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».

Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».

Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.


Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας. Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

 Προφῆτα καὶ Πρόδρομε
τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.





Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΘΑΔΔΑΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ



Ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν 12 Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ Ἀλφαίου καὶ τῆς συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ ἐπίσης Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἐπιλεγομένου Ἀδελφοθέου. Πρὸς διάκριση ἐκ τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, στὸ μὲν τὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (6, 16) καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 13) ἀποκαλεῖται Ἰούδας Ἰακώβου (ἀδελφὸς δηλαδὴ τοῦ Ἰακώβου), στὸ δὲ τὸ κατὰ Ματθαῖο (10, 3) καὶ Μάρκο (Γ’, 18) ὀνομάζεται Θαδδαῖος ἢ Λεββαῖος. Ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα χαρακτηρίζεται σαφῶς «Ἰούδας... ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου».Ἡ ζωή του κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθε ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα παρέμεινε ἐργαζόμενος στὰ Ἱεροσόλυμα, κοπιῶν ὑπὲρ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, μετέβη ἀκολούθως στὶς γειτονικὲς χῶρες, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ Μεσοποταμίᾳ ὁμοεθνεῖς του. Στὴ συνέχεια, μετὰ τοῦ Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ ἀφίχθη στὴν Περσία, στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τὸν ἐκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Ἄβγαρο, καί, τέλος, συνελήφθη στὴν πόλη Ἀραράτ, ὅπου ἐκρεμάσθηκε καὶ ἐτελειώθηκε κτυπηθεὶς διὰ βελῶν. Κατ’ ἄλλους βιογράφους, ὁ Ἰούδας ἐμαρτύρησε στὴ Βηρυττὸ περὶ τὸ 80 μ.Χ., ἀφοῦ προηγουμένως ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἰουδαία, Ἀραβία καὶ Συρία. Τέλος, σύμφωνα μὲ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας ὑπῆρξε τρίτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ Συμεὼν τοῦ Κλωπᾶ (7, 46, 1 – 2), τοῦτο δὲ ἐπανέλαβε καὶ ὁ Γεώργιος Σύγγελος.Ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς συγγραφῆς τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτὸς χαρακτηρίζει ἑαυτὸν «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον, ἀδελφὸν δὲ Ἰακώβου». Καὶ διὰ μὲν τοῦ πρώτου χαρακτηρισμοῦ δηλώνει τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, διὰ δὲ τοῦ δευτέρου δηλώνει ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἡγετικὴ θέση στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.






Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατέρας μας Παΐσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἄκμασε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατρός του, νέος ἀκόμη στὴν ἡλικία, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔγινε μαθητὴς τοῦ περιώνυμου ἐρημίτου ἀσκητοῦ Παμβὼ ( 18 Ἰουλίου), ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ὁποίου προέκοψε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ βαθιὰ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου του, έπιθυμῶν πλέον ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωή, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση, κατέφυγε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου ἐγνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε διὰ στενοτάτης φιλίας μετὰ τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Ἰανουαρίου).
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἄρχισε ταχέως νὰ διαδίδεται, πολλοὶ δὲ πιστοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, ἐξαιτοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τοὺς σοφοὺς παρηγορητικοὺς λόγους του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Μέγας. Γέροντας πλέον, μετὰ ἀπὸ παρακκλήσεις πολλῶν ἀδελφῶν, ἐγκατέλειψε τὴν ἔρημο καὶ ἐγκατασταθεὶς πλησίον κατοικημένων τόπων ἐδίδασκε καὶ ἐνουθετοῦσε τὰ πρὸς αὐτὸν προσερχόμενα πλήθη τῶν πιστῶν.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθύτατο γήρας καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο. Μετὰ ὀλίγα ἔτη, τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα, ἀνακομισθέντα, μεταφέρθησαν στὴν Πισιδία καὶ κατετέθησαν στὴν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.Τὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου συνέγραψε ὁ συνασκητής του Ὅσιος Ἰωάννης ὀ Κολοβός ( 9 Νοεμβρίου), τὴν δὲ Ἀκολουθία του ἐξεπόνησε ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης.