Η ιστορία της εικόνας Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» ξεκινά περίπου το έτος 1890 μ.Χ. σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής του Πειραιά. Συγκεκριμένα, κάποιος ψαράς ανέσυρε μία παλαιά εικόνα από τα βράχια της Πειραϊκής, η οποία εικόνιζε την Παναγία να κρατά τον Χριστό, κρατώντας στο χέρι ένα «Ρόδον».
Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε αμέσως στην περιοχή. Μια θεοσεβούμενη οικογένεια, ονομαζόμενη Κατσαρού, είχε την επιθυμία να προσφέρει «οίκον» για τη στέγαση της εικόνας της Παναγίας και με ιδία πρωτοβουλία έκτισε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, στο οποίο έδωσε το όνομα Παναγία «Ρόδον Αμάραντον». Εκεί στεγάσθηκε η παλαιά αυτή εικόνα και λατρεύτηκε από τους κατοίκους της περιοχής.
Το Ρόδον το Αμάραντον ή αλλιώς το Ρόδον της Ιεριχούς, ή το Ρόδον της Παναγίας, ή το Αθάνατο Ρόδον της Νεκρανάστασης είναι ένα φυτό που συμβολίζει την αιωνιότητα και το άφθαρτο, αθάνατο της ψυχής! Ο απόστολος Παύλος λέγει «Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ εν τοις σωζομένοις» (Β’ Κορ. 2,15), δηλαδή ο Χριστός είναι «Το Ρόδον Το Αμάραντον» και όσοι πλησιάζουν τον Χριστό αισθάνονται μία ουράνια ευωδία.
Ο Ιησούς είναι το Ρόδον της σωτηρίας που βλάστησε στη στείρα γη. Τα ωραιότερα λουλούδια της γης είναι μολυσμένα από το μόλυσμα της αμαρτίας, όμως ένα λουλούδι είναι απόλυτα αμόλυντο: Ο Ιησούς Χριστός. Διότι γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, χωρίς το κληρονομικό μόλυσμα του προπατορικού αμαρτήματος.
Όμως και η Παρθένος Μητέρα είναι «ρόδον το αμάραντον», που φανερώνει το αμόλυντον και καθαρόν της Παρθένου. Ο Θεός έψαχνε να βρει ευωδία στον κόσμο και την βρήκε στην Μαρία Παρθένο, τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που είναι πεντακάθαρη, χωρίς μολυσμό. Όταν την είδε ο Θεός, οσφράνθηκε το άρωμα της αρετής της και γι’ αυτό ονομάζεται «το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως». Το λουλούδι της αειπαρθένου Παναγίας θα παραμείνει στους αιώνες αμάραντο, διότι ούτε ο χρόνος μπορεί να το μαράνει ούτε οι βλασφημίες των ασεβών.
Το Ιερόν Ησυχαστήριον της Παναγίας του Ακαθίστου Ύμνου βρίσκεται στην περιοχή «Νερά» του Αχλαδοκάμπου, σε υψόμετρο 700 μέτρων και σε κτήμα 18 στρεμμάτων, που δωρήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αργολίδος το 1989, από την Κα Γερούλη Ιωάννα κάτοικο της περιοχής. Η μακαριστή «Κυρά Νίτσα», όπως την φώναζαν στο χωριό της, κάποια μέρα πριν από πολλά χρόνια καθόταν έξω από το σπιτάκι της, που ήταν κτισμένο λίγα μέτρα πριν από το «αλώνι» του χωραφιού της. Μόλις είχε τελειώσει τις προσευχές που διάβαζε καθημερινά από το Μ. Ωρολόγιον, την πήρε, όπως έλεγε η ίδια, ένας ελαφρύς ύπνος και βλέπει μια ψηλή, πεντάμορφη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα σαν μοναχή, που έμοιαζε με κάποια γνωστή της όνόματι Σοφία, να παίρνει μερικές πέτρες απ’ τον χώρο του «αλωνιού», όπου σήμερα βρίσκεται ο κεντρικός, μεγάλος ναός της μονής, το Καθολικό όπως λέγεται, και να τις πετάει μακρυά. «Τί κάνεις εκεί Κυρά μου;» τη ρωτάει ταραγμένη η «Κυρά Νίτσα». «Καθαρίζω τον χώρο, γιατί θα έρθω να κατοικήσω εγώ εδώ κι εσάς θα σας διώξω», απάντησε η άγνωστη γυναίκα. «Και ποιά είσαι συ Κυρά μου;» «Η Σοφία του Θεού» της απάντησε εκείνη και χάθηκε! Αμέσως πετάχτηκε από τον ελαφρύ της ύπνο και γεμάτη έκπληξη αναλογιζόταν το παράξενο αυτό ενύπνιο. Αργότερα, το εξομολογήθηκε στον πνευματικό της, ο οποίος της συνέστησε να το πει στον Δεσπότη.
Έτσι, λοιπόν, πήγε στον μακαριστό Μητροπολίτη μας κυρό Ιάκωβο και του είπε αυτό που είδε, καθώς και ότι είχε επιθυμία να δωρήσει το κτήμα στην Εκκλησία. Ο επίσκοπος την διαβεβαίωσε ότι το ενύπνιο ήταν εκ Θεού και η μαυροφορεμένη άγνωστη Κυρία ήταν η Παναγία μας, η «Σοφία του Θεού», όπως συνηθίζουν να την ονομάζουν στην Ήπειρο. Της είπε, επίσης, ότι και αυτός έψαχνε να βρει κάποιο μέρος, για να φτιάξει ανδρικό μοναστήρι. Μάλιστα δε, λόγω του ότι είχε στην κατοχή του δύο παλιές εικόνες της Παναγίας, μία το «Ρόδον το αμάραντον» η οποία είναι και η Εφέστιος εικόνα του Ιερού Ησυχαστηρίου, και μία άλλη με τον τίτλον «Χαίρε Σοφίας Θεού δοχείον», επιθυμία του ήταν η Μονή να αφιερωθεί στην Παναγία του Ακαθίστου Ύμνου.τις 9/6/1993 έγινε ενώπιον κλήρου και λαού η θεμελίωση του Καθολικού του Ιερού Ησυχαστηρίου, το οποίο είναι αφιερωμένο, όπως προείπαμε, στους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας και πανηγυρίζει το Σάββατο του Ακαθίστου Ύμνου, δύο εβδομάδες προ του Πάσχα.
«Να είναι ένας τόπος, όπου μερικοί άνθρωποι με αγάπη, απλότητα, υπακοή και ταπείνωση, πιστοί στη μοναχική μας παράδοση, θα λατρεύουν αδιάκοπα τον Άγιο Τριαδικό Θεό και θα τιμούν την Κυρία Θεοτόκο», ήταν η επιθυμία του μακαριστού Μητροπολίτου μας. Οι Πατέρες οι οποίοι ασκούνται σήμερα εκεί, αγωνίζονται να φυλάξουν την πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη που τους κληροδότησε ο αοίδιμος Ιεράρχης και Γέροντας τους, έχοντας ως μεγάλη παρηγοριά και ευλογία το σεπτό του σκήνωμα, που αναπαύεται κάτωθεν του Καθολικού της μονής, προσδοκώντας την Ανάστασιν των νεκρών.
Οι άνθρωποι του Θεού, οι άγιοι αγωνιστές της πίστεώς μας, τα ζωντανά μέλη της αγίας μας Εκκλησίας, «μένουν εις τον αιώνα» ή όπως γράφει ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης, «ο ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α΄ Ιωάνν. β΄, 17). Ο χρόνος δεν τους παρασύρει στη λήθη, ούτε καμιά ανθρώπινη δύναμη ή πρόοδος τους επισκιάζει, γιατί, όπως ο «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας», έτσι και οι γνήσιοι μαθητές Του συμβασιλεύουν και συνδοξάζονται μαζί Του, με το φωτεινό τους δε παράδειγμα οδηγούν τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο κάθε εποχής προς το φως, την Αλήθεια και τη Ζωή, δηλαδή προς τον Χριστό.
Μετ’ ευχών κι αγάπης εν Κυρίω ο Αργολίδος Ιάκωβος
HΣύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Αμάραντου Ρόδου, εορτάζει κάθε χρόνο στις 3 Απριλίου