Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Ότι το ξύλον της ζωής, εν τω σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου








Σε τροπάρια της εορτής των Χριστουγέννων γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του είναι το ξύλο της ζωής. 
Χαρακτηριστικό είναι το προεόρτιο απολυτίκιο της εορτής των Χριστουγέννων, στο οποίο λέγονται τα εξής: «Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ, ευτρεπίζου Ευφραθά, ότι το ξύλον της ζωής, εν τω σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου, Παράδεισος και γαρ η εκείνης γαστήρ, εδείχθη νοητός εν ω το θείον φυτόν, εξ ου φαγόντες ζήσομεν ουχί δε ως ο Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν αναστήσων εικόνα».

Στο τροπάριο αυτό αντιπαρατίθεται ο νέος Αδάμ, που είναι ο Χριστός, προς τον παλαιό Αδάμ.
Ο πρώτος Αδάμ έφαγε από το ξύλο, απώλεσε τον Παράδεισο και έτσι ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος από την είσοδο της φθοράς και του θανάτου, ενώ ο νέος Αδάμ που είναι ο Χριστός, το ξύλο της ζωής, δίνει την ζωή σε όσους θα ενωθούν μαζί Του.
Ο νέος Παράδεισος είναι η κοιλία της Θεοτόκου, καί, φυσικά, η Εκκλησία, το δε ξύλο της ζωής είναι ο Ίδιος ο Χριστός. Οι απόγονοι του Αδάμ μπορούν να γευθούν από αυτό το ξύλο και να απολαύσουν την αληθινή ζωή.
Θα πρέπη στην συνέχεια να κάνουμε λόγο για το τί ακριβώς ήταν αυτό το ξύλο της ζωής στον Παράδεισο και πώς ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του γίνεται ξύλο ζωής για τον άνθρωπο.

Η Παλαιά Διαθήκη μας διασώζει μερικά σημεία από την ευλογημένη ζωή των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο. Ο Παράδεισος, κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ήταν νοητός και αισθητός.
Νοητός, γιατί ήταν η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, αφού ο Αδάμ μετά την δημιουργία του βρισκόταν στον φωτισμό του νού και έπρεπε με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνέργεια να φθάση στην θέωση. Ήταν και αισθητός, γιατί ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος.
Μέσα στον Παράδεισο υπήρχαν πολλά δένδρα, αλλά δύο από αυτά διέφεραν από τα άλλα.
Το πρώτο ξύλο ήταν το ξύλο της γνώσεως για το οποίο ο Αδάμ έλαβε εντολή να μη

φάγη από αυτό. «Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων, από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού, ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β’, 16-17).
Το άλλο ξύλο ήταν το ξύλο της ζωής. Και όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, μετά την ανυπακοή του ανθρώπου και την βρώση του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, ο Θεός τον εξέβαλε από τον Παράδεισο «καί έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής» (Γεν. γ’, 24).
Ο λόγος για τον οποίο εξέβαλε ο Θεός τον άνθρωπο από τον Παράδεισο μετά την παρακοή ήταν ότι δεν έπρεπε μετά την πτώση του να φάγη από το ξύλο της ζωής. «Και νυν μήποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα» (Γεν. γ’, 22).
Επομένως, φαίνεται ότι στον Παράδεισο υπήρχαν δύο ξύλα με ιδιαίτερη σημασία και σκοπό, δηλαδή το ξύλο του γινώσκειν καλό και πονηρό, και το ξύλο της ζωής.
Από το ένα έφαγε και απέθανε και από το άλλο εμποδίστηκε να φάγη για να μη παραμείνη αιωνίως στην πτώση και το κακό. Οπότε, εδώ βλέπουμε την φιλανθρωπία του Θεού.
Εκδιώκει τον άνθρωπο από τον Παράδεισο, ώστε να μη παραμείνη αιώνιος στην θνητότητά του, αλλά να μετανοήση, και κυρίως στον κατάλληλο καιρό με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού να γευθή του ξύλου της ζωής και να υπερβή τον θάνατο και να εισέλθη πάλι μέσα στον Παράδεισο.
Έτσι, λοιπόν, η έξωση του ανθρώπου από τον Παράδεισο δεν ήταν τιμωρία του Θεού, αλλά έργο της αγάπης και φιλανθρωπίας Του.

 Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας την Αγία Γραφή μέσα από την εκκλησιαστική ζωή και την προσωπική τους πείρα, μας παρέδωσαν υπέροχες αναλύσεις για τα δύο αυτά ξύλα.
Κατ’ αρχάς πρέπει να μνημονεύσουμε την ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού.
Σε μια ομιλία του λέγει ότι το ξύλο αυτό ούτε φυτεύθηκε κακώς ούτε απαγορεύθηκε φθονερώς. Αυτό σημαίνει ότι τίποτε από ό,τι δημιούργησε ο Θεός δεν ήταν κακό, αλλά όλα καλά λίαν.
Η απαγόρευση να μη φάγη ο άνθρωπος από το δένδρο αυτό δεν προερχόταν από φθόνο για να μη φθάση ο άνθρωπος στην θέωση. Άλλωστε, το δένδρο αυτό ήταν η θεωρία του Θεού. «Θεωρία γαρ ήν το φυτόν».
Ο άνθρωπος θα έτρωγε στον κατάλληλο καιρό, αφού προηγουμένως θα γυμναζόταν πνευματικά, και αυτό θα συνιστούσε την θέωσή του.
Απηγόρευσε ο Θεός να φάγη από αυτό, γιατί ακόμη ήταν ατελής, δεν είχε προετοιμασθή κατάλληλα, όπως πολύ κακό προξενεί η τελεία και σκληρή τροφή σε αυτούς που ακόμη έχουν ανάγκη γάλακτος.
Το κακό ήταν ότι ο Αδάμ μετέλαβε του ξύλου της γνώσεως «ου κατά καιρόν, ουδ’ επιτηδείως». Και εφ’ όσον αστόχησε και έχασε την θεία Χάρη, δεν έπρεπε στην συνέχεια να φάγη από το ξύλο της ζωής για να μη στερεωθή και σταθεροποιηθή στην πτώση και τον θάνατο.
Η γεύση του ξύλου της ζωής ήταν «μεγάλη και υπεροχική», γι’ αυτό και ο Θεός πρόσταξε να το φυλάττουν όχι άγγελοι και αρχάγγελοι, ούτε αρχές, εξουσίες, δυνάμεις και κυριότητες, αλλά τα Χερουβίμ που ανήκουν στην πρώτη ιεραρχία των Αγγέλων.


Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, έχοντας υπ’ όψη του την ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον οποίο θεωρούσε και πνευματικό του πατέρα, ακολουθεί την ίδια παράδοση.
Γράφει ότι το ξύλο της γνώσεως είναι απόπειρα, δοκιμή και γυμνάσιο στο να δοκιμασθή ο άνθρωπος στην υπακοή ή την ανυπακοή.
Ονομάσθηκε το δένδρο αυτό δένδρο γνώσεως του καλού και του κακού γιατί όσοι έτρωγαν από αυτό, τους έδινε γνωστική δύναμη της φύσεώς του, πράγμα το οποίο είναι καλό για τους τελείους και κακό για τους ατελείς και ακρατείς κατά την αίσθηση.
Το ξύλο της ζωής λέγεται έτσι γιατί έχει ενέργεια που παρέχει ζωή ή στους αξίους της ζωής ή σε αυτούς που δεν είναι υποδουλωμένοι στον θάνατο.
Από την ερμηνεία αυτή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού φαίνεται ότι ο άνθρωπος έπρεπε να δοκιμασθή πριν φάγη το ξύλο της γνώσεως και στην συνέχεια να φάγη από το ξύλο της ζωής και να ζήση αιωνίως με τον Θεό.


 Χωρίς άσκηση και προετοιμασία δεν είναι δυνατόν κανείς να αποκτήση την θέωση και την κοινωνία με τον Θεό.
Η αποτυχία του ανθρώπου να ακολουθήση την πορεία προς την θέωση, την οποία είχε χαράξει ο Θεός δεν ήταν τελείως καταστροφική για τον άνθρωπο, δηλαδή δεν συνετέλεσε αμετάκλητα στον αιώνιο αφανισμό του.
 Αυτό που δεν πέτυχε με μια σχετική δοκιμασία στον Παράδεισο της Εδέμ, το πέτυχε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του. Όμως τώρα ο άνθρωπος πέρασε μέσα από δεινή δοκιμασία, βαθύ πόνο και μεγάλη οδύνη. Δοκίμασε τί θα πη θάνατος, τί θα πη απομάκρυνση από τον Θεό.
Όποιος διαβάση τα γραπτά του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου, θα διαπιστώση σε τί συνίστατο ο αδαμιαίος θρήνος.
 Μόνον όποιος αξιώθηκε της μεγάλης θεωρίας του Θεού και στην συνέχεια την έχασε, μόνον αυτός μπορεί κάπως να αντιληφθή και να βιώση τον θρήνο του Αδάμ. Και σε αυτό το σημείο βλέπουμε την μεγάλη αξία του οσίου Σιλουανού.
Μέρα με την μέρα πείθομαι ακόμη περισσότερο ότι ο όσιος Σιλουανός έχει μια πολύ μεγάλη και καταπληκτική θεολογία.
Διαβάζοντας κανείς τα γραπτά του αισθάνεται την μεγάλη δύναμη και την πλούσια σοφία που έχουν. Ήταν πραγματικά θεολόγος, γιατί έζησε την αδαμιαία πτώση, τον αδαμιαίο θρήνο, αλλά και την ένωση με τον νέο Αδάμ, τον Χριστό.
 Με την ενανθρώπησή Του ο Ίδιος ο Χριστός άνοιξε την πύλη του Παραδείσου. Δεν αφήνει απλώς τον άνθρωπο να εισέλθη σε αυτόν, αλλά το ίδιο το ξύλο της ζωής, που είναι ο Χριστός πορεύεται και κινείται προς τον άνθρωπο.
Τώρα η κοιλία της Θεοτόκου, όπου από την πρώτη στιγμή η θεία φύση προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε, είναι Παράδεισος. Και η Εκκλησία που είναι το ευλογημένο Σώμα του Χριστού είναι ο αισθητός και νοητός Παράδεισος.
Όσοι ζουν μέσα στην Εκκλησία και είναι πραγματικά και ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού μπορούν να γευθούν του ξύλου της ζωής, να υπερβούν τον θάνατο και να αποκτήσουν μια άλλη διάσταση υπάρξεως.
Γιατί, πραγματικά, έξω από τον Χριστό επικρατεί η σκιά και η χώρα του θανάτου.
Με την ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο Πρόσωπο του Λόγου, γίνεται πιο σταθερή η πορεία προς την θέωση. Γι’ αυτό τώρα η σωτηρία δεν είναι θέμα υπακοής σε μια εντολή του Θεού, αλλά κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν πρέπει να ζούμε απλώς συναισθηματικά, ούτε αποβλέπουμε απλώς στην ικανοποίηση των ατομικών και φιλανθρωπικών συναισθημάτων μας, αλλά ζούμε οντολογικά, ενωμένοι με τον Χριστό.
Η πορεία μας πρέπει να είναι πορεία υπερνικήσεως του θανάτου. Καί, φυσικά, αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την γεύση του ξύλου της ζωής, που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Έτσι, λοιπόν, η ενανθρώπηση του Χριστού είναι ευρυτέρα μιας δικανικής λυτρώσεως και μιας εκφράσεως της εξωτερικής και συναισθηματικής αγάπης, είναι διόρθωση της πτωτικής πορείας, απόλαυση της προπτωτικής ζωής, και ακόμη περισσότερο συνέχιση κατά ασφαλέστερο τρόπο της πορείας προς την θέωση.
Είναι αυτό που λέγει ο Χριστός «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιω. ι’, 10). Αυτό το «περισσόν» είναι η θέωση του ανθρώπου.