Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Άγιος Γεράσιμος - Ο θησαυρός της Κεφαλονιάς


Στην καρδιά της Κεφαλληνιακής γης, κάτω από το επιβλητικό βλέμμα του Μεγάλου Βουνού, του Αίνου, βρίσκεται η οινοφόρα λεκάνη των Ομαλών. Πήρε το όνομά της κατά πάσα πιθανότητα από Κρήτες που ήρθαν τα χρόνια τα παλιά στην Κεφαλονιά κι άφησαν μέσα σ’ όλα τα τοπωνύμιά τους κληρονομιά! Η κοιλάδα αυτή όμως, έμελε να γίνει ξακουστή ανά τον κόσμο από τον πολυταξιδεμένο ασκητή που αναζητούσε μια ζωή στερημένη μεν, αλλά και ασυμβίβαστη, απελευθερωμένη από εχέγγυα και ατομικές εξασφαλίσεις.
Η αδιάκοπη τάση φυγής του, το οδοιπορικό του προς την αυτογνωσία τον οδήγησε στα σημαντικότερα μέρη της Ορθοδοξίας. Ρακένδυτος, αβοήθητος, πολλές φορές κυνηγημένος από τον φθόνο των ανθρώπων, ακολουθούσε τον άνεμο προσμένοντας ένα σημάδι εξ ουρανού για να σταματήσει την περιπλάνησή του. Και τελικά το βρήκε στην Κεφαλονιά. Στην κοιλάδα των Ομαλών, Αυτός, ο εκ πεποιθήσεως ανέστιος, ο εκ φύσεως πλάνητας, βρήκε τον προορισμό Του, όπως φάνηκε στην πορεία του χρόνου, και οι ανήσυχοι και «δύστροποι» Κεφαλονίτες του κάλυψαν το κενό της ψυχής Του.
Στην περίπτωση της Κεφαλληνίας, που η γεωγραφική της θέση ήταν κομβική για τους σκοπούς των Ενετών, παρουσιάζεται μέσα στο κέντρο του νησιού ένας ταπεινός καλόγερος από την Πελοπόννησο, ο οποίος κατάφερε με το πρώτο να συγκλονίσει και να συγκεντρώσει γύρω του τα πλήθη των απογοητευμένων Κεφαλλήνων. Η Κεφαλληνία καταξιώθηκε από την Χάρη του Θεού να γίνει «πατρίδα» του Αγίου Γερασίμου. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο, ότι ο Άγιος συνδέθηκε τόσο πολύ μαζί της, που μολονότι γι’ αυτήν «ξένος» -όπως χαρακτηρίζεται σε τοπικό έγγραφο του 16ου αιώνος- η Κεφαλληνία και ο Άγιός της να είναι πια συνδεδεμένοι αχώριστα μεταξύ τους και αδιαίρετα, σε σημείο που να μη νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Όταν λοιπόν ο Κεφαλονίτης λέγει, τόσο συχνά, το «Άγιέ μου», δεν αποθέτει μόνο τον πόνο και τις ελπίδες του στον Άγιο Γεράσιμο, αλλά και μαρτυρεί την ταύτιση του με τον «Ξένον», που έγινε όμως ο πρώτος και σημαντικότερος Κεφαλονίτης στους αιώνες.


Μορφή ευγενική, γλυκιά και γαλήνια, με ματιά γεμάτη αναζήτηση, και με μια κλίση του σώματος του προς τα μέσα, καταφέρνει να σταθεί στο δύσκολο νησί μας και μάλιστα να γίνει γρήγορα αποδεκτός από τον «δύστροπο» λαό του, μέσα από κοινή πορεία και αγώνες.

Το αρχοντόπουλο από τα Τρίκαλα Κορινθίας, ο πολυταξιδεμένος, ο ασκητής, που την ημέρα έσκαβε τα χωράφια και πάλευε να ανοίξει πηγάδια και να κρατήσει το νερό στην άνυδρη και άγονη κοιλάδα των Ομαλών και το βράδυ βλέποντας τα αστέρια μέσα στο ασκητήριο –πηγάδι του προσευχόταν δαμάζοντας το είναι του από όλα εκείνα που κάνουν τον άνθρωπο άπληστο, μας υπέδειξε την ανάδειξη και την αξιοποίηση της γης με την καλλιέργειά της, την δενδροφύτευση (τα πλατάνια του Αγίου) και προπαντώς την σκληρή δουλειά.
Ο ουρανοπολίτης, το μυρίπνοον άνθος του παραδείσου, το πάνχρυσο στόμα που εδώ και τόσους αιώνες αποδεικνύει στην πράξη ότι «ζεί Κύριος ο Θεός ημών». Ο ασκητής των Ομαλών, ο Αφέντης και προστάτης των Κεφαλλήνων όπου γης, που ημέρευε τις ψυχές των ταραγμένων από κακό πνεύμα και από ανθρώπινα πάθη.
Η αφθαρσία του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους φυσικούς νόμους και στέκεται όρθιος σε πείσμα στην φθορά του χρόνου, διότι «όπου βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις». Τα σώματα των Αγίων υπάρχουν λόγω της ενικούσης χάριτος του Θεού είναι ζωντανά, γι’ αυτό θαυματουργούν, ευωδιάζουν και χαρίζουν στους πιστούς τους καρπούς του Παναγίου Πνεύματος.


 Ο Άγιος Γεράσιμος στα 20 του χρόνια φλεγόμενος από θεϊκώ έρωτι, αφήνει την άνεση του αρχοντικού των Νοταράδων και ξεκινά την προσωπική του πορεία και αναζήτηση. Εικοσιέξι ολόκληρα χρόνια αναζητούσε την τελείωσή του, από τη Ζάκυνθο στο Μέγα Σπήλαιο και τα Μετέωρα, κι απ’ τον Όσιο Λουκά Βοιωτίας ως τις Μονές της Θεσσαλονίκης, την Κωνσταντινούπολη, το Άγιον Όρος όπου εκάρη μοναχός, τους Άγιους Τόπους όπου έλαβε το ιερατικό αξίωμα, τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαΐδας την Κρήτη και ξανά στη Ζάκυνθο. Μετά από αυτή την πνευματική οδοιπορία, εμπλουτισμένος με θεϊκή εμπειρία και γνώση ασκητική το 1555 αποφασίζει να πάει και στην Κεφαλονιά.

Ασκητεύει πάλι σε σπήλαιο, κοντά στο Αργοστόλι για 5 χρόνια και 11 μήνες, οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί σε πιο απομακρυσμένη περιοχή, στην άγονη κοιλάδα των Ομαλών στους πρόποδες του Αίνου όπου και ανακαίνισε το ξωκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι αυτό με την γύρω περιοχή του το παραχώρησε ο ιερέας Γεώργιος Βάλσαμος, ο οποίος όμως αργότερα μετάνιωσε και έσυρε τον Άγιο στα δικαστήρια, όπου όμως δικαιώθηκε ο Άγιος. Ξανάχτισε τον ετοιμόρροπο Ναό και πρόσθεσε γύρω πολλά κελιά, γιατί πολλοί κάτοικοι του νησιού βλέποντας την Αγία του ζωή εμπιστεύονταν σε αυτόν τις θυγατέρες τους για να γίνουν Μοναχές. Στην αρχή συγκεντρώθηκαν 25 Μοναχές, αργότερα περισσότερες, από τις πιο πλούσιες οικογένειες του νησιού. Τη γυναικεία αυτή Μονή ονόμασε «Νέα Ιερουσαλήμ» με την άδεια και την ευλογία του επίσκοπου του νησιού Παχώμιου Μακρή, εδραιώνοντας έτσι τον γυναικείο Μοναχισμό στο νησί. Μετά από αίτηση του το Πατριαρχείο θέτει την Μονή υπό την υψηλή του προστασία. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αγίου με την οποία νουθετούσε έως εσχάτου αναπνοής: "ΤΕΚΝΙΑ ΕΙΡΗΝΕΥΕΤΕ ΕΝ ΕΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΜΗ ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΦΡΟΝΕΙΤΕ".
Ο Άγιος Γεράσιμος αφού έζησε ασκητικά στην κυριολεξία «εν σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια' 38), εκοιμήθη οσιακά στις 15 Αυγούστου 1579. Οι ιερείς ντύνουν τον Άγιο με τα άμφια τα οποία φέρει μέχρι σήμερα και μετά από κατανυχτική εξόδιο ακολουθία στην οποία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος ο Λοβέρδος, ενταφιάζουν το σώμα Του δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού.

Το σκήνωμα του Άγιου Γεράσιμου έμεινε ως εκ θαύματος άφθαρτο διά μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Αγίου Σπυρίδωνα, του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Διονυσίου. Το ιερό του λείψανο παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών, ενδεδυμένο με τα άμφια της ταφής του και εκτίθεται προς προσκύνηση μέσα σε τζαμένια λειψανοθήκη που ενσωματώνεται σε μεγαλύτερη ασημένια περίτεχνη λάρνακα, η οποία είναι τοποθετημένη πάνω από τον τάφο του Αγίου.