Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ΩΣΑΝΝΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ


ΣΗΜΕΡΑ, γαπητοί μου, ενε μεγάλη ορτή, δεσποτικ ορτή, Βαϊοφόρος. λος λας τν εροσολύμων βγκαν ξω, γι ν ποδεχθονε τ Χριστό. Κρατοσαν στ χέρια τους βάϊα κα κλαδι λις. Στρώνανε στ δρόμο τ ροχα τους, ν πατήσ Χριστός. Κα τ μικρ παιδι φώναζαν· «σαννά, ελογημένος ρχόμενος…» (ωάν. 12,13). τσι τν μέρα κείνη πρωτεύουσα το ουδαϊκο θνους ποδέχθηκε τ Χριστό.
στορία ναφέρει πολλς ποδοχς βασιλέων κα ατοκρατόρων. θήνα, ώμη, Κωσταντινούπολι πολλς φορς ποδέχθηκαν νικητς κα θριαμβευτς στερα π νικηφόρους πολέμους. λλ᾿ λες ατς ο ποδοχς ενε πολ μικρς μπροστ σ᾿ ατ τ θριαμβευτικ είσοδο το παμβασιλέως Χριστο στ εροσόλυμα.
λες ο λεπτομέρειες διδάσκουν. Κα π τς λεπτομέρειες τς σημερινς θριαμβευτικς εσόδου θ θελα, γαπητοί μου, ν προσέξετε μερικές.

* * *
  Κα πρτα ς ρωτήσουμε· Πς εσλθε Χριστς στ εροσόλυμα; Ο νικηταί, πο ναφέραμε, κάθοντο πάνω σ λογα περήφανα κα χρυσοστολισμένα σ μαξες πολυτελέστατες. Κάποιος μάλιστα, γι ν φαν πι σχυρς π τος λλους, διέταξε, τ μάξι του ν τ σέρνουν λιοντάρια· φαντασθτε τί τρόμος! Κα λλοι κάθησαν πάνω σ λέφαντες λλα γρια θηρία. 
Κοιτάξτε τώρα, τί διαφορ Χριστός μας. Ενε ποιητς κα βασιλις το παντός. Ενε, πως ψάλλει κκλησία μας, « τος Χερουβμ ποχούμενος κα μνούμενος π τν Σεραφίμ» (δοξ. σπ. παπαντς). Κα μως συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο, στε π᾿ λα τ ζα διαλέγει να «πλον νου», να γαϊδουράκι (.. 12,15). πάνω στ άχη νς τέτοιου ζου κάθεται Χριστός. Κα μς διδάσκει μ τ παράδειγμά του, τι πρέπει ν εμεθα ταπεινο στν κόσμο ατόν.
Διδάσκει μως κα κάτι λλο. Τ γαϊδουράκι, πως λένε ο πατέρες, σημαίνει τ λογον μέρος τς πάρξεως το νθρώπου. Σημαίνει τν γριότητα κα τ πεσμα, τ πεισματάρικο «γαϊδουράκι» πο κάθε νθρωπος χει κα δν θέλει ν ποταχθ στ Θεό.
Σημαίνει κόμη, κατ τος πατέρας, τ εδωλολατρικ θνη, πο ταν βυθισμένα στ πηκτ σκοτάδι τς πλάνης κα πο τ πάθη τους τος εχαν καταντήσει κατώτερους κα π τ τετράποδα. Γι᾿ ατος επε κα Δαυΐδ· «νθρωπος ν τιμ ν ο συνκε, παρασυνεβλήθη τος κτήνεσι τος νοήτοις κα μοιώθη ατος» (Ψαλμ. 48,13).
Τ γαϊδουράκι, μόλις κατάλαβε τι τ ζητάει Χριστός, μ προθυμία δέχθη πάνω του τν Κύριο· γιατ κα τ ζα κάτι ασθάνονται.
νας φίλος μου εροκήρυξ μο λεγε τ ξς. Κάποτε περιώδευε κα φθασε κουρασμένος σ᾿ να χωριό. Πγε στν πλατεα ν μιλήσ, λλ ο νθρωποι δν δειξαν μεγάλη προθυμία ν᾿ κούσουν τ λόγο το Θεο. Ξαφνικ ρχεται κα σταματ π κάτω να πουλαράκι κα τέντωσε τ᾿ ατιά του. ση ρα μιλοσε εροκήρυκας, ατ δν κουνήθηκε π τ θέσι του. Ατ κανε μεγάλη ντύπωσι. Κα εροκήρυκας επε· ρθα στ χωριό σας, κα σες πο χετε ατιά, σες πο χετε λογικό, σες πο κούσατε τν καμπάνα ν χτυπ, δν ρθατε. Τ γαϊδουράκι ατ φησε τ μάνα του, φησε τ χορτάρι του, κα ρθε κα στάθηκε δ
Νά λοιπν τί μς διδάσκει τ γαϊδουράκι. Σν ν χ φων μς φωνάζει· Ταπεινωθτε, πως ταπεινώθηκε Χριστός· κι πως γ προθύμως φερα στ άχη μου τ Χριστό, κ᾿ σες ν ποταχθτε στ χρηστ ζυγό του πο λευθερώνει π τ ζώδη πάθη.
  λλ τ Εαγγέλιο ναφέρει κα κάτι λλο. Κρατοσαν, λέει, «βαΐα» (.. 12,13).
Τ βάϊα τ κρατοσαν ταν θελαν ν ποδεχθον να νικητή. Τ βάϊα ταν, πως ψάλλει κκλησία, «τ τς νίκης σύμβολα».
λλ γιατί ν ποδεχθον μ βάϊα τ Χριστό; π ποιόν πόλεμο ρθε; Ποον νίκησε; Δν χετε ατιά; Σν χθς Χριστς πολέμησε κα νίκησε κενον πο τρέμει κόσμος λος. νίκησε τ χάρο. Χθς Σάββατο πγε στ μνήματα κα επε· «Λάζαρε, δερο ξω» (.. 11,43). Κα Λάζαρος βγκε λοζώντανος π τν τάφο. Ατ ενε τ μεγαλύτερο θαμα. Γι᾿ ατ κρατον τ βάϊα κα λένε· Χαρε, νικητς το θανάτου! Κα ν εστε βέβαιοι τι, πως στ Λάζαρο, τσι πάλι θ σταθ Χριστός μας στ μνήματα λων τν νθρώπων κα θ᾿ κουστ φωνή· Νεκροί, ναστηθτε! Κα ο νεκρο θ’ ναστηθον.
Ατ τ σημασία χουν τ βάϊα.
  κτς π τ βάϊα μερικο κόψανε κλαδι λις. Γιατί κρατοσαν κλαδι λις; 
ν διαβάζετε γία Γραφή, θ δτε τι, ταν Νε νοιξε τ παράθυρο τς κιβωτο κα στειλε τ περιστέρι, ατ πέταξε, λλ παντο συνήντησε πτώματα, κα γύρισε πίσω. λλ᾿ ταν τ στειλε γι δευτέρα φορά, τ νερ εχαν χαμηλώσει κα φάνηκαν τ δέντρα. Τότε τ περιστέρι κοψε να κλαδάκι π λιά, κα τ φερε μ τ άμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Κα Νε δόξασε τ Θεό. Ενε δηλαδ λι σύμβολο χαρς κα ερήνης.
Κα χλος, λοιπόν, κρατοσε λι στ χέρια του, γι ν π· Χριστέ, σ μόνο εσαι Θες τς γάπης κα τς ερήνης. Περάσανε π τότε τόσα χρόνια, κα κόσμος σήμερα τίποτε λλο δν διψάει τόσο σο τν ερήνη. Τν ερήνη δός μας, Χριστέ· τν παγκόσμια ερήνη. «πρ τς ερήνης το σύμπαντος κόσμου», εχεται κκλησία μας.
  Κάτι κόμη. Εδαμε, τι πλοϊκς λας βγαζε τ ροχα του κα τ πλωνε κάτω, σν τάπητα, γι ν πατήσ πάνω Χριστός μας. λλ τί σημαίνουν τ ροχα, τ «μάτια», πο ναφέρουν τ εαγγέλια γι τ σημεριν ορτή; (Ματθ. 21,8· Μρκ. 11,8· Λουκ. 19,36).
Δν τ λέω γώ, πόστολος τ λέει. Διαβάστε πρς Κολασσαες (3,9)· «πεκδυσάμενοι τν παλαιν νθρωπον…». Γδυθτε τν παλαι νθρωπο, κα νδυθτε τ νέο. χεις κ᾿ σ ν βγάλς να ροχο. λοι μας χουμε ν βγάλουμε να ροχο. Τ λερωμένα σου τ βγάζεις κα τ βάζεις ν πλυθον. λλ χεις κ᾿ να ροχο πο μένει π μέρες κα χρόνια βρωμερ κα κάθαρτο. λα, σ καλε κκλησία, λα ν τ βγάλς κα ν τ πλύνς στ πλυντήριο. Γιατ ν δν βγάλς τ πουκάμισο ατ τς κολάσεως (τς μοιχείας, τς πορνείας, τς ψευτις, τς τιμίας κ.τ.λ.), Χριστιανς δν εσαι. Κα θ᾿ κούσουμε τ νύχτα τς ναστάσεως στ θεία λειτουργία· «σοι ες Χριστν βαπτίσθητε, Χριστν νεδύσασθε. λληλούϊα». σοι, λέει, πιστεύσατε στ Χριστό, βγάλατε τ πουκάμισο τς μαρτίας κα φορέσατε τ λαμπρ στολή, τ νδυμα τν πριγκίπων, πο δίνει Χριστς σ κάθε ψυχ πο τν πιστεύει κα τν κολουθε.

* * *
  δελφοί μου, τελείωσα. φήνω τ ροχα πο στρωναν, φήνω τ βάϊα, φήνω τ κλαδι τς λις, φήνω τ πουλαράκι, κι κούω, τί κούω; Μουσική! Τί μουσικ ενε ατή; Ενε τ «σαννά…» (ωάν. 12,13). Ποιοί ψάλλουν; Τ θα παιδάκια. Ατ ταν πιό κοντ στ Χριστό. Σν τ᾿ ηδόνια το ορανο τραγουδοσαν «σαννά…». Τ᾿ κουσαν ο γγελοι το ορανο κα χάρηκαν. Τ᾿ κουσε κα διάβολος κα πικράθηκε· κ᾿ βαλε τ ργανά του, τος γραμματες κα φαρισαίους, ν μποδίσουν τ παιδι πο φωνάζανε «σαννά…». Σν τος πίστους πατεράδες σήμερα, πο κυνηγνε τ παιδι γι ν μν πηγαίνουν στ κατηχητικ σχολεα, τσι κι ατο τν μέρα κείνη θελαν ν σταματήσουν τ παιδιά. λλ᾿ Χριστς τί τος επε· Κι ν κόμη τ παιδι σιωπήσουν, κι ν κόμη λοι ο νθρωποι σιωπήσουν, κι ν βουβαθ κόσμος, ο πέτρες πο πατμε κι ατς κόμα θ φωνάξουν (βλ. Λουκ. 19,40).
Δν χει νάγκη, δελφοί μου, π μς τ σκουλήκια Χριστός. Κι ν μες φύγουμε κι δειάσουν ο κκλησίες, κι ν μες τν ρνηθομε, ο σφαρες κα τ στρα το ορανο, τ λουλούδια κα ο θάλασσες κα ο βυσσοι κα ο τάφοι θ φωνάξουν· «Ες γιος, ες Κύριος, ησος Χριστός». Ατόν μνετε, ατόν περυψοτε ες πάντας τος αἰῶνας. μήν.