Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Η ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΦΙΛΟΤΙΜΑ ΣΤΟ ΘΕΟ



ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ΦΙΛΟΤΙΜΑ ΣΤΟ ΘΕΟ



Μερικὲς φορὲς ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε λογισμοὺς ἀμφιβολίας ἢ ἀπιστίας, γιὰ νὰ δῆ τὴν διάθεση καὶ τὸ φιλότιμό μας. Ὁ δικός μας ὅμως Θεὸς δὲν εἶναι μύθος ὅπως ὁ Δίας, ὁ Ἀπόλλων κ.λπ. Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή, ζωντανή. Ἔχουμε νέφος Ἁγίων, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (1), οἱ ὁποῖοι γνώρισαν τὸν Χριστό, Τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ καὶ θυσιάσθηκαν γι᾿ Αὐτόν. Καὶ στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ ποὺ ζοῦν οὐράνιες καταστάσεις καὶ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ Ἀγγέλους, μὲ Ἁγίους, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω. Βλέπεις, γίνομαι καὶ ἐγώ... αἱμοδότης· φανερώνω ὁρισμένα γεγονότα, γιὰ νὰ βοηθήσω. Ὅπου βλέπω θησαυρισμένη γνώση καὶ παραγκωνισμένη πίστη, τὴν πίστη θέλω νὰ ἐνισχύσω, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέω μερικὰ γεγονότα πίστεως.



Ὅταν ἤμουν μικρός, στὴν Κόνιτσα, διάβαζα πολλοὺς βίους Ἁγίων καὶ ἔδινα καὶ στὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ διαβάσουν ἢ τὰ μάζευα καὶ διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καὶ προσπαθοῦσα νὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Ἀπὸ τὴν νηστεία ὁ λαιμός μου εἶχε γίνει σὰν τὸ κοτσάνι ἀπὸ τὸ κεράσι. Τὰ παιδιὰ μὲ πείραζαν. «Θὰ πέση τὸ κεφάλι σου!», μοῦ ἔλεγαν. Τί τραβοῦσα! Τέλος πάντων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ἐπειδὴ ἀρρώσταινα ἀπὸ τὶς νηστεῖες καὶ φοβόταν μήπως δὲν τελειώσω τὸ σχολεῖο, μοῦ ἔπαιρνε τὰ Συναξαράκια τῶν Ἁγίων ποὺ διάβαζα. Μετὰ τὰ ἔκρυβα στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, καὶ πήγαινα ἐκεῖ κρυφὰ καὶ διάβαζα. Μιὰ μέρα κάποιος γείτονας, ὀνόματι Κώστας, εἶπε στὸν ἀδελφό μου: «Θὰ τὸν κάνω ἐγὼ νὰ ἀλλάξη μυαλό, νὰ πετάξη αὐτὰ τὰ βιβλία ποὺ διαβάζει καὶ νὰ ἀφήση καὶ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές». Μὲ βρῆκε λοιπὸν – ἤμουν περίπου δεκαπέντε χρονῶν τότε – καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ λέη τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Ἔλεγε-ἔλεγε, ὥσπου μὲ ζάλισε. Ἔτσι ὅπως ἤμουν ζαλισμένος, πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Μπῆκα μέσα καὶ ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Χριστό. «Χριστέ μου, ἂν ὑπάρχης, νὰ μοῦ παρουσιασθῆς», ἔλεγα καὶ ἔκανα συνέχεια γιὰ πολλὴ ὥρα μετάνοιες. Ἦταν καλοκαίρι. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε, εἶχα γίνει μούσκεμα· εἶχα ἀποκάμει τελείως. Ἀλλὰ οὔτε εἶδα οὔτε ἄκουσα τίποτε. Οὔτε ὁ Θεὸς νὰ μὲ οἰκονομήση λίγο, ἔστω μὲ ἕνα μικρὸ σημεῖο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδὶ ἤμουν στὸ κάτω-κάτω. Καὶ ἂν τὸ ἔβλεπε κανεὶς ἀνθρωπίνως ἢ μὲ τὴν λογική, θὰ ἔλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, τὸ ταλαίπωρο! Ἀπὸ ἕντεκα χρονῶν ἀνέβαινε στὰ βράχια, ἔκανε τέτοια ἄσκηση, καὶ τώρα περνάει μιὰ κρίση. Τὸ ζάλισε ὁ ἄλλος μὲ κάτι ἀνόητες θεωρίες. Μέσα στὸ σπίτι ἔχει δυσκολίες ἀπὸ τὸν ἀδελφό του. Ἔφυγε στὸ δάσος, γιὰ νὰ Σοῦ ζητήση βοήθεια...». Ὅμως τίποτε-τίποτε-τίποτε! Ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω. Τότε σκέφθηκα: «Καλά, ὅταν ρώτησα τὸν Κώστα τί γνώμη ἔχει ἐκεῖνος γιὰ τὸν Χριστό, τί μοῦ εἶπε; "Ἦταν ὁ πιὸ καλός, ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος, μοῦ εἶχε πεῖ, καί, ἐπειδὴ κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τὰ συμφέροντα τῶν Φαρισαίων καὶ Τὸν σταύρωσαν ἀπὸ φθόνο"». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν τόσο καλὸς ἄνθρωπος, τόσο δίκαιος, καὶ δὲν εἶχε παρουσιασθῆ ποτὲ ἄλλος ὅμοιός Του, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ φθόνο καὶ κακία Τὸν θανάτωσαν, ἀξίζει γι᾿ Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνω περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔκανα, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνω». Μόλις τὸ ἀντιμετώπισα ἔτσι, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μέσα σὲ πολὺ φῶς – ἔλαμψε τὸ ἐκκλησάκι – καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (2). Τὰ λόγια αὐτὰ διάβαζα καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε στὸ ἕνα χέρι. Μοῦ ἔκανε τέτοια ἀλλοίωση ἐσωτερική, ποὺ ἔλεγα συνέχεια: «Ἔλα τώρα ἐδῶ, Κώστα, νὰ τὰ ποῦμε, ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Θεός». Βλέπεις, ὁ Χριστός, γιὰ νὰ παρουσιασθῆ, περίμενε τὴν δική μου φιλότιμη ἀντιμετώπιση. Καὶ ἂν ἀπὸ ἕνα παιδὶ ζητᾶ τὴν φιλότιμη ἀντιμετώπιση, πόσο μᾶλλον ἀπὸ ἕναν μεγάλο;



Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ παραμύθι ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία μὲ τὸν Χριστό; Τόσα ποὺ διαβάζουμε στοὺς Προφῆτες ποὺ ἔζησαν ἑπτακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ μιλοῦν μὲ τόσες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Χριστό, αὐτὸ δὲν τοὺς προβληματίζει; Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρει ἀκριβῶς ἀκόμη καὶ γιὰ πόσα χρήματα θὰ προδώσουν τὸν Χριστό (3). Ὕστερα λέει ὅτι τὰ χρήματα αὐτὰ δὲν θὰ τὰ βάλουν οἱ Ἑβραῖοι στὸ ταμεῖο τοῦ Ναοῦ, γιατὶ θὰ εἶναι ἀντίτιμο αἵματος, ἀλλὰ θὰ ἀγοράσουν ἕνα χωράφι, γιὰ νὰ θάβουν τοὺς ξένους (4). Ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Προφήτη Ζαχαρία κ.ἄ. Τόσο ξεκάθαρα πράγματα! Μέχρι τέτοιο σημεῖο λεπτομέρειες! Ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἱμάτιά Του ἀναφέρει τί θὰ γίνουν (5)! Καὶ ὅλα αὐτὰ λέχθηκαν τόσα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Πῶς λοιπὸν ἐγὼ νὰ φέρω λογισμὸ ἀπιστίας; Βλέπουμε ὕστερα τὸν Ἀπόστολο Παῦλο! Διώκτης ἦταν. Πήγαινε στὴν Δαμασκὸ γιὰ ἄλλον σκοπό. Τοῦ παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;». «Ποιός εἶσαι, κύριε;», ρωτάει ἐκεῖνος. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός,  ποὺ ἐσὺ καταδιώκεις». Καὶ μετὰ πληροφορεῖ τὸν Ἀνανία ὁ Χριστὸς καὶ τὸν βαπτίζει (6)! Καὶ στὴν συνέχεια πόσο ταλαιπωρήθηκε, πόσο ἀγωνίσθηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ κηρύξη σὲ ὅλα τὰ ἔθνη! Ὕστερα πόσοι Μάρτυρες! Ἕντεκα ἑκατομμύρια Μάρτυρες! Αὐτοὶ ὅλοι χαμένο τὸ εἶχαν; Πῶς νὰ τὰ ξεχάση κανεὶς ὅλα αὐτά; Ἂν διαβάση λίγο τὸ Εὐαγγέλιο, μπορεῖ νὰ μὴν πιστέψη; Καὶ ἂν ὑπῆρχαν μερικὲς λεπτομέρειες ἀκόμη, αὐτὸ πολὺ θὰ βοηθοῦσε νὰ πιστέψουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς σκόπιμα δὲν τὸ ἐπέτρεψε, γιὰ νὰ κοσκινισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ δῆ πόσοι Τὸν ἀγαποῦν, πόσοι θυσιάζονται γι᾿ Αὐτόν, χωρὶς νὰ περιμένουν θαύματα κ.λπ. Ἕναν φιλότιμο ἄνθρωπο, νομίζω, δὲν τὸν ἀγγίζουν, δὲν τὸν ἐπηρεάζουν ὅσα βλάσφημα καὶ ἂν ἀκούση.



Πρέπει νὰ πιστέψη κανεὶς στὸν Θεὸ φιλότιμα, ὄχι νὰ θέλη θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψη. Ὅταν βλέπω μεγάλους νὰ μοῦ ζητοῦν νὰ δοῦν κανένα θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν, ξέρεις πῶς γίνομαι; Νὰ ἦταν μικροί, θὰ εἶχαν κάποια δικαιολογία λόγῳ τῆς ἡλικίας· ἀλλὰ αὐτοὶ νὰ μὴν ἔχουν κάνει τίποτε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ λένε «νὰ δοῦμε κάτι, γιὰ νὰ πιστέψουμε», αὐτὸ εἶναι πολὺ φθηνὸ πράγμα. Μήπως, καὶ θαῦμα νὰ δοῦν, θὰ βοηθηθοῦν; Θὰ ποῦν ὅτι εἶναι μαγεία κ.λπ.



 ) Βλ. Ἑβρ. 12, 1.

2) Βλ. Ἰω. 11, 25-26.

3) Βλ. Ζαχ. 11, 1-13.

4). Ἰερ. 18, 2 καὶ 39, 9· Ματθ. 27, 7-9.

5) Βλ. Ψαλμ. 21, 19.

6) Βλ. Πράξ. 9, 1-18.


«ΠΡΟΣΘΕΣ ΗΜΙΝ ΠΙΣΤΙΝ»

(Τί διέκρινε μερικοὺς Ἁγίους, παλαιοὺς καὶ νέους;) Τὸ πολὺ φιλότιμο, ἡ μεγάλη ἁπλότητα, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πίστη. Δὲν ἔβαζαν στὴν ζωή τους τὴν λογικὴ ποὺ κλονίζει τὴν πίστη. Μεγάλο πράγμα ἡ πίστη! Βλέπετε, καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μὲ τὴν πίστη βάδισε πάνω στὰ κύματα. Μόλις ὅμως μπῆκε ἡ λογική, ἄρχισε νὰ βουλιάζη (1). Σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τὸν πατέρα Χαράλαμπο (2) ποὺ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια στὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου; Ἦταν πολὺ ἁπλός, ἐργατικὸς καὶ πνευματικὸς μοναχός. Ὅταν γέρασε, μιὰ βαρειὰ γρίππη τὸν ἔρριξε στὸ κρεββάτι καὶ ὁ γιατρὸς εἶπε στοὺς Πατέρες νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά του, γιατὶ σὲ λίγη ὥρα θὰ τελειώση ἡ ζωή του. Ὁ πατὴρ Χαράλαμπος, ὅταν τὸ ἄκουσε κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες, ἀπάντησε: «Τί λές; Ἐγὼ δὲν πεθαίνω, ἐὰν δὲν ἔρθη τὸ Πάσχα νὰ πῶ τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη"». Πράγματι, πέρασαν δύο μῆνες σχεδόν, ἦρθε τὸ Πάσχα, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», κοινώνησε καὶ μετὰ ἀναπαύθηκε. Τὸ φιλότιμο αὐτὸ ἁπλὸ γεροντάκι εἶχε γίνει πραγματικὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καθόρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του!



Μὲ τὴν προσευχὴ δυναμώνει ἡ πίστη. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν καλλιέργησε τὴν πίστη του ἀπὸ μικρός, ἀλλὰ ἔχει διάθεση, μπορεῖ νὰ τὴν καλλιεργήση μὲ τὴν προσευχή, ζητώντας ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ προσθέση πίστη. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς προσθέση πίστη καὶ νὰ μᾶς τὴν αὐξήση. Στὸν Χριστὸ τί εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι; «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (3) δὲν εἶπαν; Ὅταν λὲς «πρόσθες», σημαίνει ὅτι ἐμπιστεύεσαι τὸν ἑαυτό σου στὸν Θεό. Γιατί, ἂν δὲν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, τί νὰ τοῦ προσθέση ὁ Θεός; Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προσθέση πίστη, ὄχι γιὰ νὰ κάνουμε θαύματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε περισσότερο.



Γιὰ νὰ αὐξηθῆ ἡ πίστη στὸν Θεό, ὅλα βοηθοῦν· καὶ τὰ λουλούδια καὶ οἱ ἀκρίδες καὶ τὰ ἀστέρια καὶ οἱ κεραυνοὶ ἀκόμη. Ὅλοι τὰ βλέπουμε αὐτά, ἀλλὰ ὅλοι δὲν βοηθιόμαστε, γιατὶ δεχόμαστε τὰ «τηλεγραφήματα», τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς φέρνει ὁ ἐχθρός. Π.χ. ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ ἁλάτι, θὰ βρωμοῦσε ἡ θάλασσα. Ὅποιος ὅμως τὸ ἐξετάζει στὸ ἐργαστήρι του, χωρὶς πίστη, δὲν βοηθιέται, γιατὶ δὲν καθάρισε τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ ἅλατα. Ἂν ἐργασθῆ κανεὶς μὲ φιλότιμο, μὲ καλὸ λογισμό, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀνάποδα τὰ βλέπει μὲ ἄλλο μάτι, μὲ θεῖο φωτισμό, καὶ δοξάζει τὸν Θεό.


1) Βλ. Ματθ. 14, 30.

2) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 10-11.

3) Βλ. Λουκ. 17, 5

ΟΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΣΤΟ ΘΕΟ

  

(Ἀνεβάζουν πρὸς τὸν Θεό) Ὅταν τὰ ἀξιοποιῆτε ὅλα πρὸς τὸ καλό. Ὅλα ἂν τὰ στρέψη στὰ πνευματικὰ κανείς, ξέρετε τί πνευματικὸ κέρδος βγάζει καὶ τί πνευματικὴ πεῖρα ἀποκτάει; Πιάνεις λ.χ. τὸ τσιμέντο, μπορεῖς νὰ βρῆς τὸν Θεό! Πιάνεις τὸ τοῦβλο, μπορεῖς νὰ πιάσης τὸν Θεό! Πιάνεις αὐτό, νὰ πιάσης τὸν Θεό! Πιάνεις ἐκεῖνο, νὰ πιάσης τὸν Θεό! Πιάνεις τὸ ἄλλο, νὰ πιάσης τὸν Θεό! Ναί, μὲ ὅλα νὰ πιάνετε τὸν Θεό! Ἂν δὲν δουλεύη κανεὶς ἔτσι, ἂν μέσα ἀπὸ ὅλα δὲν βλέπη τὸν Θεό, βάλ᾿ τον μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Δῶσ᾿ του ψαλτικὰ νὰ ψάλη, θὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Δῶσ᾿ του βιβλίο πνευματικὸ νὰ διαβάση, πάλι θὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅ,τι πνευματικὸ κι ἂν τοῦ δώσης νὰ κάνη, δὲν τὸν πάει στὸν Θεό.



Καθένας, ὁτιδήποτε βλέπει, ὁτιδήποτε φτιάχνει, εἴτε ράβει εἴτε κεντάει, ὅλα νὰ τὰ ἀξιοποιῆ πνευματικά. Λουλούδια βλέπει; Εἶδε τὸν Θεό. Γουρούνια βλέπει; Ναί, βρὲ παιδί, πάλι εἶδε τὸν Θεό! Θὰ πῆς: «Ἀπὸ τὸ γουρούνι μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό;». Ναί, ἀπὸ τὸ γουρούνι. Βλέπεις πῶς τὸ ἔχει κάνει ὁ Καλὸς Θεός! Τοῦ ἔχει δώσει ἕνα ρύγχος, νὰ σκάβη στὸ χῶμα καὶ νὰ βρίσκη τοὺς βολβοὺς μέσα στὴν γῆ, χωρὶς νὰ βλέπη. Ἡ μύτη του νὰ εἶναι ἔτσι, ποὺ νὰ μὴν κόβεται, ὅταν συναντάη ξυράφια, γυαλιά, ἀγκάθια κ.λπ.! Ὄχι μόνον ὅταν βλέπη κανεὶς ἕνα ὄμορφο καὶ εὐωδιαστὸ λουλούδι, νὰ λέη «μὲ τί σοφία τὸ δημιούργησε ὁ Θεός!», ἀλλὰ καὶ ὅταν βλέπη τὸ γουρούνι, καὶ ἐκεῖ νὰ βλέπη τὸν Θεό! Καὶ ἂν σκεφθῶ ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ μὲ κάνη γουρούνι καὶ μὲ ἔκανε ἄνθρωπο! Σᾶς φαίνεται παράξενο; Δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς εἶχε κάνει γουρούνια ὁ Θεός; Οἱ κυνηγοὶ τραυματίζουν τὸ ἀγριογούρουνο καὶ πολλὲς φορὲς δὲν τὸ βρίσκουν. Πᾶνε μετὰ τὰ ἀγρίμια καὶ τὸ τρῶνε τὸ καημένο ζωντανό! Ἰατρικὴ περίθαλψη δὲν ἔχει καὶ βασανίζεται, παρόλο ποὺ τὸν Δημιουργό του δὲν Τὸν ἔχει πληγώσει. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν Δημιουργό του Τὸν ἔχει πληγώσει καὶ Τὸν πληγώνει συνέχεια καὶ ἔχει καὶ ἀχαριστία πολλὲς φορές. Γι' αὐτὸ λέω νὰ δουλεύετε σωστά. Πόσο καλὰ τὰ ἔκανε ὅλα ὁ Θεός! Τί δύναμη δίνει ὁ Θεὸς καὶ στὰ ζῶα! Λέει ὁ γιατρός: «Γιὰ νὰ ἔχης γεροὺς μῦς, νὰ τρῶς κρέας». Καὶ βλέπεις, οἱ ταῦροι χόρτο τρῶνε, οἱ καημένοι, καὶ ὅμως ἔχουν κάτι... μπράτσα! Ἐκεῖ δὲν βλέπεις τὸν Θεό; Μόνο μὲ χόρτο δηλαδὴ ποὺ τρῶνε τοὺς δυναμώνει ὁ Θεός. Πόσο μᾶλλον τὸν ἄνθρωπο! Τὸ καταλάβατε;



Ὅταν κανεὶς δουλεύη μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, φθάνει σὲ μιὰ κατάσταση νὰ βοηθιέται ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ Ἅγιος μᾶς ἐνισχύει μὲ τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Ὁ ἁμαρτωλὸς μᾶς συγκρατεῖ μὲ τὴν πτώση του, μᾶς βάζει χαλινό· μᾶς φρενάρει, ὄχι γιὰ νὰ μὴν ξεπέσουμε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ λυπήσουμε τὸν Θεό.



Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ


Ὅταν ὁ Χριστιανὸς βαπτίζεται, τὸν σφραγίζει ὁ ἱερεὺς σταυρωτὰ στὸ μέτωπο μὲ τὸ ἅγιο Μύρο λέγοντας: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ὕστερα, κάθε φορὰ ποὺ κάνει τὸν σταυρό του ὁ Χριστιανός, προσκυνάει τὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ ἐπικαλεῖται τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅταν λέμε «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου», ἐπικαλούμαστε τὴν δύναμη τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει μεγάλη δύναμη ὁ Σταυρός. Ἂν λ.χ. βρέχη καὶ πέφτουν κεραυνοί, μπορεῖ ἕναν μεγάλο σιδερένιο σταυρὸ σὲ ἕνα καμπαναριὸ νὰ τὸν χτυπήση ὁ κεραυνός. Ἂν ὅμως εἶναι ἐκεῖ κάτω ἕνας Χριστιανὸς ποὺ ἔχει ἕνα τόσο μικρὸ σταυρουδάκι καὶ πῆ «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσόν με τῇ δυνάμει σου», δὲν τὸν χτυπάει ὁ κεραυνός. Ἐκεῖ λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι καὶ πέφτει ὁ κεραυνὸς πάνω στὸν σταυρὸ καὶ τὸν ρίχνει κάτω. Ἐδῶ φυλάει τὸν πιστὸ ἕνα τόσο δὰ σταυρουδάκι, γιατὶ ἐπικαλέσθηκε τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ.



Πιστεύεις, ζητᾶς, ἀλλά, ἂν δὲν ἔχης ταπείνωση ἢ ἔχης προδιάθεση ὑπερηφανείας, δὲν δίνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νὰ ἔχη κανεὶς πίστη ὄχι μόνο σὰν ἕναν «κόκκον σινάπεως» (1) ἀλλὰ καὶ σὰν ἕνα κιλὸ σινάπι. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχη καὶ ἀνάλογη ταπείνωση, δὲν ἐνεργεῖ ὁ Θεός, γιατὶ δὲν θὰ τὸν ὠφελήση. Ὅταν ὑπάρχη ὑπερηφάνεια, δὲν ἐνεργεῖ ἡ πίστη.



Ὅταν κανεὶς πορεύεται στὴν ζωή του μὲ πίστη, χωρὶς ἀμφιβολία, καὶ ζητάη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔχη σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀρχὴ γεγονότα μικρὰ καὶ ὕστερα μεγαλύτερα, καὶ θὰ γίνη πιὸ πιστός. Ζώντας τὰ θεῖα μυστήρια ἀπὸ κοντά, γίνεται θεολόγος, διότι δὲν τὰ πιάνει μὲ τὸ μυαλό, ἀλλὰ τὰ ζῆ στὴν πραγματικότητα. Ἡ πίστη του συνέχεια αὐξάνει, γιατὶ κινεῖται σὲ ἄλλο χῶρο, μὲ θεῖα γεγονότα. Γιὰ νὰ ζήση ὅμως κανεὶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀπεκδυθῆ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, νὰ ἐπανέλθη κατὰ κάποιον τρόπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως. Νὰ ἔχη ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη του ἀκλόνητη καὶ νὰ πιστεύη ἀπόλυτα ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ κάνη ὁ Θεός. Τότε, ὅταν ἀκούη γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν πιστεύει ἢ ἀμφιβάλλει γιὰ μερικὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ξέρετε πόσο ὑποφέρει;



Ἂν (κανείς) ἔχη μεγάλη πίστη, πολλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ ἀλλάξη. Ἀκόμη καὶ μέσα σὲ χείμαρρο ἂν ἔχη χτίσει τὸ σπίτι του καὶ ὁ χείμαρρος κατεβάση πολὺ νερό, ἂν πιστεύη πολὺ καὶ παρακαλέση μὲ θέρμη τὸν Θεό, ὁ χείμαρρος θὰ γυρίση ἀνάποδα. Πρέπει ὅμως νὰ ἔχη τέτοια πίστη πού, ἂν ἀκούση, ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι ἔγινε θαῦμα, ἄδειασε ἡ θάλασσα καὶ τὴν ὀργώνουν μὲ τρακτὲρ καὶ κουβαλοῦν τὰ ψάρια μὲ φορτηγά, νὰ τὸ πιστέψη. Οὔτε κἂν θὰ πάη νὰ δῆ. Ἀκόμη καὶ σὲ ἑκατὸ μέτρα ἀπόσταση νὰ μένη ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ νὰ μὴν τὴν βλέπη ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ βρίσκεται, δὲν πάει νὰ διαπιστώση ἂν εἶναι ἀλήθεια, γιατὶ δὲν ἀμφιβάλλει. Ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό, ὅτι ἡ θεία δύναμη δὲν περιορίζεται, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐνδιαφέρεται παραπάνω. Τόση πίστη ἔχει. Μόνον ὁ ἀληθινὰ πιστὸς ζῆ ἀληθινὰ καὶ εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.


1) Βλ. Ματθ. 17, 20 καὶ Λουκ. 17, 6.


Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΕΧΕΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ


Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό, δέχεται συνέχεια ἀπὸ τὸν Θεὸ βενζίνη «σοῦπερ» καὶ τὸ πνευματικό του ὄχημα δὲν σταματάει ποτέ· τρέχει συνέχεια. Ὅσο μπορεῖς, νὰ προσέχης, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεό, καὶ Ἐκεῖνος θὰ σὲ βοηθήση σὲ κάθε σου δυσκολία. Ἁπλοποίησε τὴν ζωή σου μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, γιὰ νὰ  ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία.



Εἶναι μεγάλο πράγμα ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Μιὰ φορὰ ἦταν νὰ μοῦ πάρουν αἷμα. Ἦταν τέσσερις γιατρέσσες. Ἔρχεται ἡ πρώτη, μὲ παίδεψε· δὲν μπόρεσε νὰ βρῆ φλέβα. Ἔρχεται ἡ δεύτερη, τὰ ἴδια. Ἔρχεται ἡ τρίτη, ποὺ ἦταν καὶ εἰδικευμένη σὲ αὐτό, τίποτε. Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε καὶ ἡ τέταρτη γιατρέσσα. Εἶδε ποὺ μὲ παίδευαν καὶ ἦρθε νὰ δοκιμάση καὶ αὐτή. Ἔκανε πρῶτα τὸν σταυρό της καὶ ἀμέσως βρῆκε φλέβα, γιατὶ ζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλες κατὰ κάποιον τρόπο εἶχαν ἐμπιστοσύνη μόνο στὸν ἑαυτό τους.

Μεγάλη ὑπόθεση νὰ ἀφήνεται κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ! Οἱ ἄνθρωποι βάζουν στόχους καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιτύχουν, χωρὶς νὰ ἀφουγκράζωνται ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ συμμορφώνωνται πρὸς αὐτό. Πρέπει νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κατευθύνη τὰ πράγματα καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ χρέος μας μὲ φιλότιμο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐμπιστευθῆ στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψη τελείως τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια Του, θὰ βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως καταφεύγουν πρῶτα στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καί, ὅταν ἀπογοητευθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε καταφεύγουν στὸν Θεό. Ἂν ὅμως θέλουμε νὰ μὴ βασανιζώμαστε, νὰ ζητοῦμε τὴν θεία παρηγοριά, γιατὶ αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά. Δὲν φθάνει ἡ πίστη (1) στὸν Θεό· χρειάζεται καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ ἑλκύει τὴν βοήθειά Του. Ὁ Χριστιανὸς πιστεύει καὶ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ μέχρι θανάτου, καὶ τότε βλέπει καθαρὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν σώζει.



Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι πίστη εἶναι νὰ πιστεύουμε στὰ μὴ βλεπόμενα, ὄχι ἁπλῶς στὰ βλεπόμενα (2). Ὅταν ἀναθέτουμε τὸ μέλλον μας στὸν Θεό, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ μᾶς βοηθήση. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἔχει μητέρα τὴν πίστη, μὲ τὴν ὁποία προσεύχεται κανεὶς μυστικὰ καὶ ἀπολαμβάνει τοὺς καρποὺς τῆς ἐλπίδος. Εἶναι μία συνεχὴς προσευχὴ καὶ φέρνει θεῖα ἀποτελέσματα τὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Τότε φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ζῆ ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ ξεσπάει σὲ δοξολογία: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» (3). Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνη τὴν ζωή του παραδεισένια, ἐὰν ἔχη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, Τὸν δοξάζη γιὰ ὅλα καὶ δέχεται νὰ τὸν κυβερνάη σὰν καλὸς Πατέρας. Διαφορετικά, κάνει τὴν ζωή του κόλαση. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ νιώθη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Ἐμπιστεύεται κανεὶς πρῶτα τὸν Θεό, καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἐμπιστευθῆ καὶ τὸν κατάλληλο ἄνθρωπο.



1) Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ πίστη ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀποδοχῆς ἁπλῶς τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.

2) Βλ. Ἑβρ. 11, 1.

3) Βλ. Ἠσ. 6, 3.

  

ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ


Πρῶτα εἶναι ἡ πίστη καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ ἀγάπη. Πρέπει νὰ πιστεύη κανείς, γιὰ νὰ ἀγαπάη. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήση κάτι ποὺ δὲν τὸ πιστεύει. Γι' αὐτό, γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό, πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Θεό. Ἀνάλογη μὲ τὴν πίστη ποὺ ἔχει κανεὶς εἶναι καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θυσία γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ θερμὴ πίστη στὸν Θεὸ γεννάει τὴν θερμὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν συνάνθρωπό μας. Καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μας – ποὺ δὲν χωράει στὴν καρδιὰ καὶ χύνεται ἔξω – ποτίζονται καὶ τὰ καημένα τὰ ζῶα. Πιστεύουμε πολύ, ἀγαπᾶμε πολύ. Ἂν ἡ πίστη μας εἶναι χλιαρή, καὶ ἡ ἀγάπη μας θὰ εἶναι χλιαρή. Ἂν ἡ πίστη μας εἶναι θερμή, καὶ ἡ ἀγάπη μας θὰ εἶναι θερμή.



Ἡ πίστη μας πρέπει νὰ ἔχη φιλότιμο καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ξεκινάει ὁ φιλότιμος ἀγώνας. Καὶ ὅσο ἀγωνίζεται κανεὶς φιλότιμα, τόσο αὐξάνει καὶ ἡ πίστη, αὐξάνει καὶ ἡ ἀγάπη. Πολὺ βοηθάει στὸν φιλότιμο αὐτὸν ἀγώνα νὰ σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ποὺ ἔχει φιλότιμο δὲν σκέφτεται ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Παράδεισος, ἀλλὰ ἀγωνίζεται, γιατὶ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἀγαπάει. Ἐνῶ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει φιλότιμο, θὰ ἀρχίση νὰ σκέφτεται: «Καὶ γιατί νὰ ἀγωνισθῶ; Ἄραγε ὑπάρχει Παράδεισος; Ὑπάρχει Κρίση;». Καὶ ὅταν κανεὶς εἶναι ἀχάριστος, ὅ,τι καὶ νὰ τὸν κάνης, ἀχάριστος θὰ εἶναι. Ὁ φιλότιμος καὶ στοὺς πειρασμοὺς δοξολογεῖ τὸν Θεό, καὶ σιγὰ-σιγὰ φθάνει νὰ εὐγνωμονῆ συνέχεια τὸν Θεό, ὁπότε ἔρχεται ἡ θεία ἀλλοίωση στὴν ψυχή του καὶ χαίρεται συνέχεια καὶ ἀγάλλεται. Ἄλλος καὶ πειρασμοὺς μπορεῖ νὰ μὴν ἔχη, ἀλλὰ μόνον εὐλογίες, καὶ ποτὲ νὰ μὴν εἶναι εὐχαριστημένος.



Μετὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἔρχεται ἡ θυσία. Καὶ ὅταν ὑπάρχη θυσία χωρὶς ἰδιοτέλεια, τότε ἀρχίζει κανεὶς νὰ ἔχη καὶ θεῖα γεγονότα. Νὰ κάνω μιὰ θυσία ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτιαξε αὐτὸ τὸ σύμπαν καὶ μᾶς δίνει τόσες εὐλογίες. Βλέπεις, οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ θεοποιοῦσαν τὴν φύση, λάτρευαν τὸν ἥλιο, τὰ ποτάμια καὶ ἔφθαναν νὰ θυσιασθοῦν γι᾿ αὐτή τους τὴν πίστη. Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνοι θυσιάζονταν γιὰ τὴν δημιουργία, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ θυσιασθοῦμε γιὰ τὸν Δημιουργό!

Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν θυσιάζονται. Ὅλη ἡ ἀδιαφορία ἀπὸ ᾿κεῖ ξεκινάει. Ἄλλος βρίζει τὰ θεῖα, ἄλλος μισοπιστεύει καὶ ταλαιπωρεῖται. Γιὰ νὰ χαίρεται πραγματικὰ κανείς, πνευματικά, πρέπει νὰ πιστεύη καὶ νὰ ἀγαπάη.